- καταδιωκτικός
- -ή, -ό1.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταδίωξη: Τον συνέλαβε το καταδιωκτικό απόσπασμα.2. το ουδ. ως ουσ. σημαίνει είδος στρατιωτικού αεροπλάνου ή πλοίου: Στο αεροδρόμιο υπήρχαν πολλά καταδιωκτικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.